- λιθένδυση
- η, και λιθένδυτο, τοη επένδυση με λιθοδομή, με ή χωρίς κονίαμα, που γίνεται σε κατωφερείς επιχωματώσεις για συγκράτηση τής πτώσης τών χωμάτων, αλλ. λιθιά, ξερολιθιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 388 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 23 χλμ. Α της Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίων Αναργύρων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κομανίτσοβο. * * * η [λίθος] 1. η λιθένδυση 2 … Dictionary of Greek